- κοιλόπονος
- ο1. ο πόνος τής κοιλιάς, ο πονόκοιλος2. κολικός, κολικόπονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλό-πονος, στομαχό-πονος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλόπονος — ο ο πόνος της κοιλιάς: Έχει κοιλόπονους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονόκοιλος — ο, Ν πόνος τής κοιλιάς, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κοιλιά, κατ αντιστροφή τού κοιλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κοιλιάς (πρβλ. πονό δοντος)] … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
κοιλιαλγία — η [κοιλιαλγώ] πόνος τής κοιλιάς, κοιλόπονος … Dictionary of Greek
κοιλιαργία — κοιλιαργία, ἡ (Α) κοιλιαλγία, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοιλιαργία αντί κοιλιαλγία, με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
κοιλιτική — κοιλιτική, ἡ (Α) [κοιλία] (Α) (ενν. νόσος) ασθένεια τής κοιλιάς, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. κοιλι τική (ενν. νόσος) < κοιλία + κατάλ. τική, θηλ. τού τικός ή ίσως μέσω ενός αμάρτυρου *κοιλ ίτης] … Dictionary of Greek
κοιλοπονώ — και άω [κοιλόπονος] (για επίτοκη γυναίκα) ωδίνω*, έχω ωδίνες τοκετού, πόνους τής γέννας … Dictionary of Greek
γαστραλγία — η ο κοιλόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολικόπονος — ο 1. κολικός. 2. γενικότερα, πόνος αισθητός στην κοιλιά και μάλιστα στα έντερα, κοιλόπονος: Με έπιασε ένας φοβερός κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)